Το "marginar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "marginar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /maɾxiˈnaɾ/.
Το "marginar" σημαίνει να περιθωριοποιείς ή να αποκλείεις κάποιον από την κοινωνία ή από μια συγκεκριμένη ομάδα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων που δεν έχουν ίσες ευκαιρίες ή δικαιώματα. Υπάρχει αυξημένη χρήση αυτού του όρου σε πολιτικά και κοινωνικά κείμενα, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
"La sociedad tiende a marginar a aquellos que son diferentes."
"Η κοινωνία έχει την τάση να περιθωριοποιεί τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί."
"Es importante no marginar a los grupos vulnerables."
"Είναι σημαντικό να μην αποκλείουμε τις ευάλωτες ομάδες."
"El gobierno está tratando de marginar a la oposición."
"Η κυβέρνηση προσπαθεί να παραγκωνίσει την αντιπολίτευση."
Το "marginar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και συγκροτήσεις:
Παράδειγμα: "A menudo marginan a los que piensan diferente."
"Συχνά περιθωριοποιούν αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά."
"Ser marginado"
"Να είσαι περιθωριοποιημένος."
Παράδειγμα: "Ser marginado puede afectar la salud mental de una persona."
"Η περιθωριοποίηση μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία ενός ατόμου."
"Marginar en la sociedad"
"Περιθωριοποίηση στην κοινωνία."
Η λέξη "marginar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "margo" που σημαίνει "άκρη" ή "παραπέτασμα", υπονοώντας την ιδέα της θέσης εκτός των κεντρικών ή βασικών περιοχών ή ομάδων.