Marico είναι ουσιαστικό και χρησιμοποιείται κυρίως στην ομιλία.
/maˈɾiko/
Η μετάφραση του "marico" στα Ελληνικά μπορεί να είναι "τύπος" ή "παλικάρι", αλλά σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως παραφθορά της λέξης "μαρίκος", η οποία μπορεί να έχει αρνητική ή γελοιοποιητική χροιά, με τονισμένη την ομοφυλοφιλική έννοια, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Η λέξη "marico" χρησιμοποιείται συχνά σε κάποιες ισπανόφωνες χώρες, κυρίως στην περιοχή της Καραϊβικής, και μπορεί να χρησιμοποιείται σε φιλική ή ειρωνική διάθεση, αν και μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Η χρήση της συνήθως παρατηρείται σε προφορικό λόγο και είναι πολύ πιο συχνή σε καθημερινές συνομιλίες παρά σε επίσημα γραπτά κείμενα.
(Παλικάρι, θέλεις να πάμε σινεμά σήμερα;)
Ese marico siempre tiene buenas ideas.
Η λέξη "marico" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
(Τι τύπος που είσαι!)
No seas marico.
(Μην είσαι μαλάκας/τύπος.)
Está bien, marico, yo te ayudo.
(Είναι εντάξει, παλικάρι, θα σε βοηθήσω.)
Maricos como tú hacen falta.
(Τέτοιοι τύποι όπως εσύ είναι απαραίτητοι.)
Eres un marico si no pruebas esto.
Η ετυμολογία της λέξης "marico" προέρχεται από την ισπανική λέξη "maricón", η οποία έχει την ίδια ρίζα, και, ιστορικά, έχει χρησιμοποιηθεί για να υποδηλώσει ομοφυλόφιλους άνδρες με απαξιωτική διάθεση.
Συνώνυμα: - Tío (τύπος) - Tipo (άνθρωπος, τύπος)
Αντώνυμα: - Hombre (άνδρας) - Varón (αρσενικός)