Η λέξη "marido" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "marido" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /maˈɾiðo/.
Η λέξη "marido" σημαίνει "σύζυγος" και χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε έναν άνδρα που είναι παντρεμένος. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε γραπτά κείμενα σχετικά με οικογενειακές σχέσεις ή νομικά ζητήματα.
Ο σύζυγός μου εργάζεται στην πόλη.
Ella ama mucho a su marido.
Αυτή αγαπά πολύ τον σύζυγό της.
El marido de María es médico.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "marido" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Σύζυγος και σύζυγος, το παν είναι να αγαπιούνται.
Detrás de un gran hombre hay una gran mujer, y detrás de un gran marido, una gran esposa.
Πίσω από έναν μεγάλο άνδρα υπάρχει μια μεγάλη γυναίκα, και πίσω από έναν μεγάλο σύζυγο, μια μεγάλη σύζυγος.
El marido es el rey de la casa.
Ο σύζυγος είναι ο βασιλιάς του σπιτιού.
Marido bueno, esposa feliz.
Καλός σύζυγος, χαρούμενη σύζυγος.
Maridos y mujeres, unidos siempre.
Η λέξη "marido" προέρχεται από το λατινικό "maritus", που σημαίνει "παντρεμένος άνδρας" ή "σύζυγος".
Συνώνυμα: - esposo (σύζυγος) - compañero (σύντροφος)
Αντώνυμα: - esposa (σύζυγος γυναικείου φύλου) - célibe (ανεπιθύμητος, ανύπαντρος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "marido" στην ισπανική γλώσσα.