marinero - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

marinero (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "marinero" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ma.ɾi.ˈne.ɾo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "marinero" αναφέρεται σε ένα άτομο που εργάζεται στη θάλασσα, ιδίως σε πλοία. Συνήθως αναφέρεται σε ναυτικούς ή ναυτεργάτες που διενεργούν διάφορες εργασίες σε πλοία, όπως η πλοήγηση, η συντήρηση ή οι εργασίες ασφαλείας. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις στρατιωτικές δυνάμεις του ναυτικού (ναυτικό στρατό). Στη γενική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται και πιο χαλαρά για να περιγράψει κάποιον που συνδέεται ή έχει εμπειρία με τη θάλασσα. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El marinero navegó por aguas desconocidas.
    (Ο ναυτικός πλοήγησε σε άγνωστα νερά.)

  2. El marinero reparó el ancla antes de salir al mar.
    (Ο ναυτικός επισκεύασε την άγκυρα πριν βγει στη θάλασσα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "marinero" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:

  1. Ser marinero de una tormenta.
    (Να είσαι ναυτικός μιας καταιγίδας. - Να είσαι έτοιμος για δύσκολες καταστάσεις.)

  2. Marinero, a la mar.
    (Ναυτικός, στη θάλασσα. - Αυτή είναι μια παροιμία που υποδηλώνει την κλίση για περιπέτεια ή ελευθερία.)

  3. De marinero a capitán.
    (Από ναυτικό σε καπετάνιο. - Να προχωρείς από χαμηλές θέσεις σε υψηλές.)

  4. Marinero, siempre alerta.
    (Ναυτικός, πάντα σε εγρήγορση. - Να είσαι πάντα έτοιμος και σε ετοιμότητα.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "marinero" προέρχεται από το λατινικό "marinarius", το οποίο αναφέρεται σε ότι σχετίζεται με τη θάλασσα (maris = θάλασσα).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "marinero" στη γλώσσα ισπανικά.



22-07-2024