Το "marinero" είναι ουσιαστικό.
/ma.ɾi.ˈne.ɾo/
Η λέξη "marinero" αναφέρεται σε ένα άτομο που εργάζεται στη θάλασσα, ιδίως σε πλοία. Συνήθως αναφέρεται σε ναυτικούς ή ναυτεργάτες που διενεργούν διάφορες εργασίες σε πλοία, όπως η πλοήγηση, η συντήρηση ή οι εργασίες ασφαλείας. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις στρατιωτικές δυνάμεις του ναυτικού (ναυτικό στρατό). Στη γενική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται και πιο χαλαρά για να περιγράψει κάποιον που συνδέεται ή έχει εμπειρία με τη θάλασσα. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό λόγο.
El marinero navegó por aguas desconocidas.
(Ο ναυτικός πλοήγησε σε άγνωστα νερά.)
El marinero reparó el ancla antes de salir al mar.
(Ο ναυτικός επισκεύασε την άγκυρα πριν βγει στη θάλασσα.)
Η λέξη "marinero" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Ser marinero de una tormenta.
(Να είσαι ναυτικός μιας καταιγίδας. - Να είσαι έτοιμος για δύσκολες καταστάσεις.)
Marinero, a la mar.
(Ναυτικός, στη θάλασσα. - Αυτή είναι μια παροιμία που υποδηλώνει την κλίση για περιπέτεια ή ελευθερία.)
De marinero a capitán.
(Από ναυτικό σε καπετάνιο. - Να προχωρείς από χαμηλές θέσεις σε υψηλές.)
Marinero, siempre alerta.
(Ναυτικός, πάντα σε εγρήγορση. - Να είσαι πάντα έτοιμος και σε ετοιμότητα.)
Η λέξη "marinero" προέρχεται από το λατινικό "marinarius", το οποίο αναφέρεται σε ότι σχετίζεται με τη θάλασσα (maris = θάλασσα).
Tripulante (μέλος πληρώματος)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "marinero" στη γλώσσα ισπανικά.