Marketing είναι ουσιαστικό.
[ˈmaɾke̝t̪inɡ]
Η λέξη marketing αναφέρεται στις διαδικασίες, στρατηγικές και δραστηριότητες που σχετίζονται με την προώθηση, πώληση και διανομή προϊόντων και υπηρεσιών. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των επιχειρήσεων και του εμπορίου. Ο όρος χρησιμοποιείται και ως επίθετο για να περιγράψει προϊόντα ή υπηρεσίες που σχετίζονται με την προώθηση και πώληση.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη εμφανίζεται συχνά και στις προφορικές και στις γραπτές μορφές της γλώσσας, αλλά έχει ιδιαίτερη παρουσία σε επαγγελματικά και εκπαιδευτικά κείμενα.
El marketing digital está revolucionando la forma en que las empresas se comunican con sus clientes.
Το μάρκετινγκ ψηφιακά επαναστατεί τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις επικοινωνούν με τους πελάτες τους.
En la conferencia de marketing, se discutieron nuevas estrategias para aumentar las ventas.
Στην διάσκεψη μάρκετινγκ, συζητήθηκαν νέες στρατηγικές για την αύξηση των πωλήσεων.
El marketing de contenidos es esencial para atraer a los consumidores hoy en día.
Το μάρκετινγκ περιεχομένου είναι απαραίτητο για να προσελκύσει τους καταναλωτές σήμερα.
Η λέξη marketing συχνά ενσωματώνεται σε πολλές ιδιωματικές φράσεις:
El marketing puede hacer o deshacer una marca.
Το μάρκετινγκ μπορεί να φτιάξει ή να καταστρέψει μία μάρκα.
Hacer marketing es como contar una historia convincente.
Το να κάνεις μάρκετινγκ είναι σαν να διηγείσαι μια πειστική ιστορία.
El buen marketing crea lealtad entre los consumidores.
Το καλό μάρκετινγκ δημιουργεί αφοσίωση μεταξύ των καταναλωτών.
El marketing relacional se centra en establecer relaciones a largo plazo con los clientes.
Το σχεσιακό μάρκετινγκ εστιάζει στη δημιουργία μακροχρόνιων σχέσεων με τους πελάτες.
Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό marketing, η οποία σχηματίστηκε από το ουσιαστικό market (αγορά), που προέρχεται από τη λατινική λέξη mercatus.
Συνώνυμα: - Promoción - Publicidad - Mercadeo
Αντώνυμα: - Desinterés - Ignorancia
Αυτά τα στοιχεία δίνουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη marketing στα Ισπανικά και τη χρήση της σε διάφορους τομείς.