Ρήμα
[maɾtiɾiˈθaɾ] (στις χώρες που χρησιμοποιούν τη φωνή /θ/)
Η λέξη "martirizar" σημαίνει να προκαλείς ή να υποβάλεις κάποιον σε βασανιστήρια ή σε μεγάλη ψυχική ή σωματική δοκιμασία. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις που σχετίζονται με την ασχέτιση των μάρτυρων ή της θυματοποίησης. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και ο τρόπος που χρησιμοποιείται ενδέχεται να είναι πιο συνηθισμένος στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ιστορικά ή θρησκευτικά κείμενα.
Το σχέδιο του βασανιστή είναι να μαρτυρήσει τα θύματά του μέχρι να ομολογήσουν.
Algunos consideran que la historia de los mártires es una forma de martirizar a la fe.
Η λέξη "martirizar" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο κάποιες φράσεις μπορούν να προκύψουν:
Δεν υπάρχει λόγος να βασανίζεσαι για ένα λάθος.
A veces, podemos martirizarnos por situaciones fuera de nuestro control.
Κάποιες φορές, μπορούμε να βασανιζόμαστε για καταστάσεις έξω από τον έλεγχό μας.
Es fácil martirizarse cuando nos comparamos con los demás.
Η λέξη "martirizar" προέρχεται από το "mártir", που σημαίνει "μάρτυρας" (αυτός που υποφέρει ή θυσιάζεται για την πίστη του ή για μια αιτία), με την προσθήκη του ρήματος "izar", που σημαίνει "να κάνω" ή "να προκαλώ".
Συνώνυμα: - Castigar (τιμωρώ) - Torturar (βασανίζω)
Αντώνυμα: - Liberar (απελευθερώνω) - Aliviar (ανακουφίζω)