Η λέξη "masacrar" στα Ισπανικά σημαίνει "να σκοτώσει κανείς βάναυσα ή με μεγάλη ακρίβεια", "να σφάξει", "να καταστρέψει εντελώς κάτι". Χρησιμοποιείται στον προφορικό αλλά και τον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές Προτάσεις:
Los invasores intentaron masacrar a la población local. (Οι εισβολείς προσπάθησαν να σφάξουν τον τοπικό πληθυσμό.)
Las tropas masacraron a todos los habitantes del pueblo. (Οι δυνάμεις σφαγίασαν όλους τους κατοίκους του χωριού.)
Ιδιωματικές εκφράσεις:
Masacre de San Valentín: μια αρχικά ένοπλη σύγκρουση μεταξύ συμμοριών που έλαβε χώρα στο Σικάγο στις 14 Φεβρουαρίου 1929, γνωστή και ως η "Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου".
Ετυμολογία:
Η λέξη "masacrar" προέρχεται από τα λατινικά "macellāre" που σημαίνει "να σφάξει κάποιον".