Η λέξη "masacre" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /maˈsakeɾe/
Η λέξη "masacre" αναφέρεται σε μια μεγάλη και συνήθως βίαιη σφαγή ανθρώπων, συχνά σε μαζικές επιθέσεις ή σε περιβάλλοντα πολέμου. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεγονότα όπου πολλά άτομα χάνουν τη ζωή τους σε σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως λόγω εγκληματικών ή πολεμικών πράξεων.
Προτιμάται κυρίως σε γραπτά κείμενα (ειδήσεις, βιβλία ή ακαδημαϊκά κείμενα) λόγω της σοβαρότητας του περιεχομένου που μεταφέρει. Στον προφορικό λόγο μπορεί να χρησιμοποιείται, αλλά σπανιότερα.
Η σφαγή στο χωριό συγκλόνισε το έθνος.
Nunca olvidaremos la masacre que ocurrió en el campo.
Στην πραγματικότητα, ήταν ένα πραγματικό μακελειό.
Masacre histórica: Utilizada para referirse a eventos trágicos en la historia.
La masacre histórica que ocurrió en ese lugar todavía se recuerda.
Conducir a la masacre: Significa que una acción puede resultar en una gran pérdida de vidas.
La guerra puede conducir a la masacre de civiles inocentes.
Masacre sin precedentes: Para describir eventos que son extraordinariamente destructivos.
Η λέξη "masacre" προέρχεται από τον λατινικό όρο macerare, που σημαίνει "να σφάξεις". Η ρίζα «macr-» συνδέεται με την έννοια της βιαιότητας και της αφαίρεσης ζωής.
Συνώνυμα: σφαγή, μακελειό, γενοκτονία
Αντώνυμα: σωτηρία, διάσωση, προστασία