masaje - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

masaje (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

«Masaje» είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης «masaje» με χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /maˈsa.xe/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη «masaje» αναφέρεται σε μια μορφή θεραπευτικής ή χαλαρωτικής διαδικασίας που περιλαμβάνει την άσκηση πίεσης σε διάφορα μέρη του σώματος. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στο ιατρικό όσο και στο γενικό περιβάλλον. Ο όρος είναι συνήθως πιο συχνά χρησιμοποιούμενος στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις σχετικά με την ευεξία και τη θεραπεία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Necesito un masaje para relajarme.
    Χρειάζομαι ένα μασάζ για να χαλαρώσω.

  2. El masaje terapéutico ayuda a reducir el estrés.
    Το θεραπευτικό μασάζ βοηθά στη μείωση του άγχους.

  3. Me gusta el masaje de piedras calientes.
    Μου αρέσει το μασάζ με ζεστές πέτρες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος «masaje» είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:

  1. Estar en un masaje de lujo
    Να βρίσκεσαι σε ένα πολυτελές μασάζ.
    (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση ευχάριστης χαλάρωσης.)

  2. Dar un masaje de calma
    Να δώσεις ένα μασάζ ηρεμίας.
    (Αναφέρεται στο να προσφέρεις ανακούφιση ή ηρεμία σε κάποιον.)

  3. Masaje a la espalda
    Μασάζ στην πλάτη.
    (Σημειώνεται συχνά σε συνομιλίες σχετικά με την ανακούφιση από πόνους ή ένταση.)

  4. Masaje de pies
    Μασάζ ποδιών.
    (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ειδική μορφή μασάζ που εστιάζει στα πόδια.)

  5. Un masaje relajante
    Ένα χαλαρωτικό μασάζ.
    (Συζητείται σε περιβάλλοντα ευεξίας και SPA.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη «masaje» προέρχεται από το γαλλικό «massage» που σημαίνει «πίεση» ή «μασάζ». Η ρίζα της μπορεί να αναχθεί σε αραβικές και ελληνικές λέξεις που σχετίζονται με τις θεραπευτικές πρακτικές.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Terapia manual - Manipulación

Αντώνυμα:
- Tensión (ένταση) - Estrés (άγχος)



23-07-2024