Η λέξη "mascadura" είναι ουσιαστικό γένους θηλυκού.
/mas.kaˈðu.ɾa/
Η λέξη "mascadura" σημαίνει τα υπολείμματα ή την έλλειψη γεμισμάτων που απομένουν μετά από τη διαδικασία των επεξεργασμένων φρούτων που έχουν υποστεί συμπίεση ή μύλωση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωργικές και βιομηχανικές διαδικασίες, όπως στην παραγωγή χυμών και κρασιού.
Η συχνότητα χρήσης της "mascadura" είναι σχετικά ειδική και εφαρμόζεται κυρίως σε γραπτά πλαίσια που αφορούν τη γεωργία, τη βιομηχανία τροφίμων ή τις διαδικασίες επεξεργασίας προϊόντων.
Τα υπολείμματα από σταφύλια χρησιμοποιούνται για να φτιάξουν κρασί.
En la producción de jugo, la mascadura es un residuo que se debe gestionar adecuadamente.
Επειδή η λέξη "mascadura" είναι σχετικά εξειδικευμένη, δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που είναι καλυμμένες με σχήματα λόγου. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να φαίνεται σε περισσότερες τεχνικές ή γεωργικές φράσεις:
Η μάσκα δεν χάνεται; μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί ως λίπασμα.
La gestión de la mascadura es importante para el medio ambiente.
Η λέξη "mascadura" προέρχεται από το ρήμα "mascar", που σημαίνει "να μασάω" ή "να συμπιέζω", και σχετίζεται με τη διαδικασία της συμπίεσης των φρούτων, η οποία αφήνει υπολείμματα.
Συνώνυμα: - Residuos (υπολείμματα) - Restos (υπολείμματα)
Αντώνυμο: - Relleno (γέμισμα)