Ο όρος "masculino" είναι επίθετο και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη αρσενική μορφή ή χαρακτηριστικά σχετιζόμενα με το ανδρικό φύλο.
[maskuˈlino]
Η λέξη "masculino" έχει τρεις βασικές σημασίες: 1. Αναφέρεται στο αρσενικό φύλο. 2. Χρησιμοποιείται για περιγραφή χαρακτηριστικών που σχετίζονται με τους άνδρες. 3. Μπορεί να αφορά τη γραμματική διάκριση του αρσενικού γένους σε γλώσσες όπως τα Ισπανικά.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
"El niño es masculino."
(Ο αγόρι είναι αρσενικό.)
"Los nombres masculinos son diferentes a los femeninos."
(Τα αρσενικά ονόματα είναι διαφορετικά από τα θηλυκά.)
Η λέξη "masculino" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες αναδεικνύουν κοινωνικά και πολιτισμικά θέματα:
"El rol masculino en la sociedad ha cambiado mucho."
(Ο ανδρικός ρόλος στην κοινωνία έχει αλλάξει πολύ.)
"El machismo es una forma extrema de lo masculino."
(Ο μαχισμός είναι μια ακραία μορφή του ανδρισμού.)
"Se espera que los hombres sean masculinos en su comportamiento."
(Αναμένεται οι άνδρες να είναι αρσενικοί στη συμπεριφορά τους.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "masculinus", το οποίο είναι παράγωγο του "masculus", που σημαίνει "αρσενικός".
Συνώνυμα: - andrógυνος (αντίκτυπος στην γλώσσα και τον πολιτισμό)
Αντώνυμα: - femenino (θηλυκός)