Η λέξη "materias" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός τύπος της λέξης "materia".
Φωνητική μεταγραφή: /maˈteɾjas/
Η λέξη "materias" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να αναφερθεί σε διάφορες έννοιες που σχετίζονται με ύλες ή θέματα, κυρίως στον εκπαιδευτικό τομέα, όπως οι σχολικές ή πανεπιστημιακές ύλες.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο, στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, λόγω της ευρείας εφαρμογής της σε εκπαιδευτικά πλαίσια.
Οι ύλες που σπουδάζουμε στο σχολείο είναι πολύ ενδιαφέρουσες.
El profesor nos ha asignado materias para revisar durante el fin de semana.
Ο καθηγητής μας έχει αναθέσει θέματα για ανασκόπηση κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου.
Es importante seleccionar las materias adecuadas para tu carrera.
Η λέξη "materias" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικών, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που να εκφράζουν την ιδέα του επιτεύγματος ή της επιτυχίας σε διαφορετικές περιοχές.
Να κυριαρχήσεις σε όλες τις ύλες είναι μια μεγάλη πρόκληση για τους φοιτητές.
Cartas de materias, como un sistema de apoyo para los alumnos.
Ζητήματα ύλης, όπως ένα σύστημα υποστήριξης για τους μαθητές.
Cada materia requiere un enfoque diferente para el estudio.
Η λέξη "materia" προέρχεται από το λατινικό "materia", που σημαίνει "ύλη" ή "υποκείμενο".
contenidos (περιεχόμενα)
Αντώνυμα: