Η φράση "materias primas" αναφέρεται σε υλικά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών ή προϊόντων. Συνήθως οι πρώτες ύλες είναι ακατέργαστες υλικό ή προϊόντα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τη δημιουργία ενός τελικού προϊόντος. Στην ισπανική γλώσσα, αυτή η φράση χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε οικονομικά κείμενα όσο και σε καθημερινές συζητήσεις, με τη συχνότητα χρήσης να είναι υψηλή, ειδικά σε βιομηχανικά ή εμπορικά πλαίσια.
Las materias primas son esenciales para la industria.
Οι πρώτες ύλες είναι ουσιώδεις για τη βιομηχανία.
El precio de las materias primas ha aumentado.
Η τιμή των πρώτων υλών έχει αυξηθεί.
Necesitamos encontrar nuevas fuentes de materias primas.
Χρειαζόμαστε να βρούμε νέες πηγές πρώτων υλών.
Η φράση "materias primas" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες λέξεις για να περιγράψει διαφορετικές καταστάσεις σχετικές με την παραγωγή και την οικονομία. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
El mercado de materias primas es volátil.
Η αγορά των πρώτων υλών είναι ασταθής.
Las materias primas renovables son el futuro.
Οι ανανεώσιμες πρώτες ύλες είναι το μέλλον.
El costo de las materias primas afecta el precio final.
Το κόστος των πρώτων υλών επηρεάζει την τελική τιμή.
La escasez de materias primas puede afectar la producción.
Η σπανιότητα των πρώτων υλών μπορεί να επηρεάσει την παραγωγή.
Las materias primas son la base de cualquier economía.
Οι πρώτες ύλες είναι η βάση κάθε οικονομίας.
Η φράση "materias primas" προέρχεται από τα λατινικά "materia" (υλικό, ουσία) και "primas" (πρώτες), υποδεικνύοντας ότι πρόκειται για τα βασικά υλικά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή.
Insumos (υλικά)
Αντώνυμα: