Η λέξη "maternal" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "maternal" στα Ισπανικά είναι: /ma.teɾ.nal/
Η λέξη "maternal" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη μητέρα ή τη μητρότητα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει χαρακτηριστικά, συναισθήματα ή συμπεριφορές που σχετίζονται με τις μητέρες, όπως η φροντίδα, η αγάπη και η προστασία. Είναι μια λέξη που εμφανίζεται σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά επίσης και σε γραπτά κείμενα (λογοτεχνία, επιστημονικά κείμενα) σχετικά με την οικογένεια και την ψυχολογία.
Η μητρική σύνδεση μεταξύ μητέρας και γιου είναι πολύ δυνατή.
Su instinto maternal la llevó a adoptar a un niño.
Η λέξη "maternal" δεν εμφανίζεται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που προδίδουν τη μητρική φροντίδα ή το μητρικό ένστικτο.
Ο μητρικός έρωτας είναι χωρίς όρους.
La figura maternal es esencial en la educación de los niños.
Η μητρική φιγούρα είναι ουσιαστική στην εκπαίδευση των παιδιών.
La influencia maternal a veces se siente a lo largo de toda la vida.
Η λέξη "maternal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "maternalis", η οποία σημαίνει "σχετικός με τη μητέρα". Η ρίζα "mater" σημαίνει "μητέρα".
Συνώνυμα: - maternal - materno - materna
Αντώνυμα: - paternal (πατρικός) - no materno (όχι μητρικός)