Υπο名 (σχηματική λεξιλογική κατηγορία): ουσιαστικό
[mateɾniˈðað]
Η λέξη "maternidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή τον ρόλο της μητέρας, περιλαμβάνοντας τη διαδικασία της εγκυμοσύνης και της γέννας, καθώς και την ανατροφή των παιδιών. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με συχνή χρήση σε κοινωνικά και ιατρικά συμφραζόμενα.
La maternidad es una etapa hermosa en la vida de una mujer.
(Η μητρότητα είναι μια όμορφη φάση στη ζωή μιας γυναίκας.)
Muchos programas de apoyo a la maternidad están disponibles en nuestra comunidad.
(Πολλά προγράμματα υποστήριξης της μητρότητας είναι διαθέσιμα στην κοινότητά μας.)
La maternidad implica responsabilidades y desafíos.
(Η μητρότητα συνεπάγεται ευθύνες και προκλήσεις.)
Η λέξη "maternidad" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Maternidad y paternidad son dos pilares de la familia.
(Η μητρότητα και η πατρότητα είναι δύο πυλώνες της οικογένειας.)
Vivir la maternidad puede ser un desafío lleno de sorpresas.
(Το να ζεις τη μητρότητα μπορεί να είναι μια πρόκληση γεμάτη εκπλήξεις.)
La maternidad es una experiencia que transforma la vida de una mujer.
(Η μητρότητα είναι μια εμπειρία που μεταμορφώνει τη ζωή μιας γυναίκας.)
El apoyo durante la maternidad es crucial para el bienestar de la madre y el bebé.
(Η υποστήριξη κατά τη διάρκεια της μητρότητας είναι κρίσιμη για την ευημερία της μητέρας και του μωρού.)
Los derechos de maternidad deben ser protegidos por la ley.
(Τα δικαιώματα της μητρότητας πρέπει να διασφαλίζονται από το νόμο.)
La experiencia de la maternidad varía de una mujer a otra.
(Η εμπειρία της μητρότητας διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα.)
Η λέξη "maternidad" προέρχεται από την Ισπανική λέξη "madre," που σημαίνει "μητέρα," με την προσθήκη του ελληνικού "-idad," που υποδηλώνει κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - maternaje - crianza (ανατροφή, σχετική)
Αντώνυμα:
- paternidad (πατρότητα)
- infertilidad (στειρότητα)