matinal: Επίθετο
/ma.tiˈnal/
Η λέξη "matinal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με το πρωί. Είναι συχνά σε χρήση στην περιγραφή εκδηλώσεων, δραστηριοτήτων ή συνθηκών που συμβαίνουν ή είναι σχετικές με το πρωινό ξύπνημα ή την πρωινή ώρα. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι σχετικά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επίσημα ή δημοσιογραφικά πλαίσια.
Η συνάντηση θα είναι πρωινή.
Disfruto de mis paseos matinales.
Απολαμβάνω τις πρωινές βόλτες μου.
Los eventos matinales son más tranquilos.
Η λέξη "matinal" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις που περιγράφουν συγκεκριμένα πρωινά γεγονότα ή δραστηριότητες. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Τα πρωινά τελετουργικά είναι σημαντικά για να ξεκινήσεις την ημέρα.
Las noticias matinales suelen ser más positivas.
Οι πρωινές ειδήσεις συχνά είναι πιο θετικές.
Una rutina matinal bien estructurada puede aumentar la productividad.
Μια καλά δομημένη πρωινή ρουτίνα μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα.
Los entrenamientos matinales mejoran mi energía durante el día.
Η λέξη "matinal" προέρχεται από το λατινικό "matutinalis," το οποίο σχετίζεται με τη λέξη "matutinus," που σημαίνει "πρωινός."
amanecer (να ξημερώσει)
Αντώνυμα: