Το "matricularse" είναι ρήμα.
/matri.kɨˈlaɾ.se/
Η λέξη "matricularse" αναφέρεται στη διαδικασία της εγγραφής σε ένα εκπαιδευτικό ή εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπως σχολείο ή πανεπιστήμιο. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτές αναφορές. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς η διαδικασία της εγγραφής είναι κοινή σε πολλά πλαίσια.
"Αποφάσισα να εγγραφώ στο πανεπιστήμιο φέτος."
"Es importante matricularse a tiempo para las clases."
"Είναι σημαντικό να εγγραφείς έγκαιρα στις τάξεις."
"Ella se matriculó en un curso de idiomas."
Το "matricularse" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με διάφορες καταστάσεις γύρω από την εκπαίδευση:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ένταξη και την προσαρμογή σε νέες καταστάσεις.
"No hay vuelta atrás después de matricularse."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απόφαση που έχει ληφθεί και η οποία δεν μπορεί να αναιρεθεί.
"Es un compromiso matricularse."
Η λέξη "matricularse" προέρχεται από το λατινικό "matrix," που σημαίνει "μήτρα" ή "βάση", και το ελληνικό "regram" που σχετίζεται με τη διαδικασία της εγγραφής. Αντικατοπτρίζει τη διαδικασία μέσω της οποίας κάποιος εναρμονίζεται ή εισέρχεται σε ένα οργανωμένο σύστημα.
Συνώνυμα: - Inscribirse (εγγράφω) - Registrarse (καταχωρώ)
Αντώνυμα: - Desmatricularse (διαγράφω, αποσύρω την εγγραφή) - Abandonar (παραιτούμαι)
Αυτή είναι η συνοπτική ανάλυση της λέξης "matricularse" με όλες τις σχετικές πληροφορίες που ζητήθηκαν.