Η φράση "mayor de edad" λειτουργεί ως επίθετο και φράση, αναφερόμενη σε κάποιον που έχει φτάσει την ενηλικίωσή του.
/may̯oɾ ðe eˈðað/
Η φράση "mayor de edad" αναφέρεται σε άτομα που έχουν συμπληρώσει την ηλικία της ενηλικίωσης, η οποία στις περισσότερες χώρες είναι συνήθως τα 18 χρόνια. Η χρήση της φράσης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα.
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται συνήθως σε καταστάσεις που σχετίζονται με νόμιμες αποφάσεις, δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκτώνται με την επίτευξη της ενηλικίωσης.
Los jóvenes que son mayores de edad pueden votar en las elecciones.
(Οι νέοι που είναι ενήλικες μπορούν να ψηφίσουν στις εκλογές.)
Para firmar este contrato, necesitas ser mayor de edad.
(Για να υπογράψεις αυτό το συμβόλαιο, χρειάζεται να είσαι ενήλικος.)
Η φράση "mayor de edad" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και είναι σχετική με την ενηλικίωση:
No puedes hacer eso hasta que seas mayor de edad.
(Δεν μπορείς να κάνεις αυτό μέχρι να γίνεις ενήλικος.)
Ser considerado mayor de edad significa tener responsabilidades legales.
(Η αναγνώριση ως ενήλικος σημαίνει ότι έχεις νομικές ευθύνες.)
Los beneficios de ser mayor de edad incluyen la posibilidad de obtener un pasaporte.
(Τα οφέλη της ενηλικίωσης περιλαμβάνουν την δυνατότητα να αποκτήσεις διαβατήριο.)
Η φράση "mayor de edad" προέρχεται από τα ισπανικά, όπου "mayor" σημαίνει "μεγαλύτερος" ή "ενήλικος" και "de edad" σημαίνει "της ηλικίας". Συνδυάζει αυτές τις έννοιες για να προσδιορίσει κάποιον που έχει φτάσει τη νομική ηλικία της ενηλικίωσης.
Συνώνυμα: - Adulto (ενήλικας) - Mayor (μεγαλύτερος)
Αντώνυμα: - Menor de edad (ανήλικος) - Infantil (παιδικός)