Επίθετο
/ma.joˈɾal/
Η λέξη "mayoral" αναφέρεται συνήθως σε κάτι που σχετίζεται με τον δήμαρχο ή με τα δημοτικά θέματα και τις αρχές. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έμφαση σε πολιτικά ή διοικητικά συμφραζόμενα. Στην καθημερινή ζωή, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις υποχρεώσεις ή τις αρμοδιότητες που σχετίζονται με το αξίωμα ενός δημάρχου.
Η συνάντηση του δημάρχου θα γίνει αύριο.
El mayoral de la ciudad ha propuesto nuevas leyes.
Ο δήμαρχος της πόλης έχει προτείνει νέους νόμους.
Todos los ciudadanos deben votar por el mayoral en las elecciones.
Η λέξη "mayoral" δεν συναντάται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορους τουλάχιστον εκφραστικούς συνδυασμούς. Ωστόσο, καλύπτει συχνά τις πολιτικές ή κοινωνικές πτυχές που επηρεάζουν τη ζωή στις πόλεις.
Ο δήμαρχος που ηγείται της πόλης έχει πολλές ευθύνες.
Es importante que los problemas del barrio lleguen al mayoral.
Είναι σημαντικό να φτάσουν τα προβλήματα της γειτονιάς στον δήμαρχο.
El apoyo del mayoral es crucial para el desarrollo del proyecto.
Η στήριξη του δημάρχου είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη του έργου.
Los ciudadanos confían en su mayoral para resolver conflictos.
Η λέξη "mayoral" προέρχεται από το μεσαιωνικό ισπανικό "mayor", που σημαίνει "μεγαλύτερος" ή "υψηλότερος". Στο πλαίσιο της τοπικής διοίκησης, συνδέεται με το αξίωμα του δήμαρχου, που παραδοσιακά θεωρείται η ανώτερη θέση σε μια κοινότητα.
Συνώνυμα: - Δήμαρχος (cuando se usa como sustantivo) - Δημοτικός (cuando se refiere a lo que tiene que ver con el municipio)
Αντώνυμα: - Υποτακτικός (υπό την έννοια της εξουσίας) - Αχανής (αν αναφερόμαστε σε κάποιον που δεν έχει έλεγχο)
Αυτές οι πληροφορίες αντλούν πλήρως την έννοια και τις χρήσεις της λέξης "mayoral" στη γλώσσα Ισπανικά, καθώς και τις αντίστοιχες εκφράσεις στα Ελληνικά.