Το "mayordomo" είναι ουσιαστικό.
/majɔɾˈðomo/
Η λέξη "mayordomo" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα άτομο που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση ενός οικογενειακού νοικοκυριού ή μιας υπηρεσίας. Είναι συνήθως ένα άτομο με υψηλή θέση σε ιεραρχία που επιβλέπει άλλους υπηρέτες ή εργαζόμενους. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά και έχει αρκετή συχνότητα σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και η χρήση μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο.
El mayordomo se encargó de organizar la cena para los invitados.
Ο επικεφαλής υπηρέτης ανέλαβε τη διοργάνωση του δείπνου για τους προσκεκλημένους.
Mi abuelo tenía un mayordomo que cuidaba de la casa.
Ο παππούς μου είχε έναν υπηρέτη που φρόντιζε το σπίτι.
El mayordomo siempre vestía con elegancia y profesionalismo.
Ο επικεφαλής υπηρέτης ντυνόταν πάντα με κομψότητα και επαγγελματισμό.
Η λέξη "mayordomo" δεν διαθέτει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με διάφορες φράσεις που δείχνουν τη θέση και την ευθύνη του:
"Ser el mayordomo de la situación"
Να είσαι ο επικεφαλής της κατάστασης.
(Σημαίνει να είσαι υπεύθυνος για την οργάνωση και τη διαχείριση μιας κατάστασης).
"Tener un mayordomo a tu servicio"
Να έχεις έναν υπηρέτη στη διάθεσή σου.
(Αυτό αναφέρεται στο να έχεις κάποιον που να φροντίζει τις ανάγκες σου).
"El mayordomo de la fiesta atendió a todos los invitados"
Ο επικεφαλής υπηρέτης της γιορτής φρόντισε όλους τους καλεσμένους.
(Δηλώνει την προσοχή στις λεπτομέρειες και τη φροντίδα για τους άλλους).
Η λέξη "mayordomo" προέρχεται από το λατινικό "major domus", που σημαίνει "μεγαλύτερος του σπιτιού", αναφερόμενος στο άτομο που έχει την ευθύνη για τα πάντα στο νοικοκυριό.
Συνώνυμα:
- Administrador (διαχειριστής)
- Encargado (υπεύθυνος)
Αντώνυμα:
- Sirviente (υπάλληλος)
- Subalterno (κατώτερος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "mayordomo" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τη χρήση της στην καθημερινότητα.