Η λέξη "mayorista" είναι ουσιαστικό.
[mayoˈɾista]
Η λέξη "mayorista" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε έναν χονδρέμπορο, δηλαδή κάποιον που αγοράζει αγαθά σε μεγάλες ποσότητες για να τα πουλήσει σε άλλους εμπόρους ή καταστήματα, αντί να τα πουλάει απευθείας στον τελικό καταναλωτή. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε εμπορικά και οικονομικά συμφραζόμενα, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Σε επαγγελματικούς κύκλους, ο όρος "mayorista" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε προμηθευτές και αλυσίδες εφοδιασμού.
Οι χονδρέμποροι αγοράζουν μεγάλες ποσότητες αγαθών για την αναδιανομή τους.
El precio por unidad se reduce significativamente cuando se compra al por mayor a un mayorista.
Ejemplo: "La tienda decidió vender al por mayor a otros negocios."
"Comprar a un mayorista" (Αγοράζω από χονδρέμπορο)
Ejemplo: "Es más económico comprar a un mayorista que a un minorista."
"Ser mayorista" (Είμαι χονδρέμπορος)
Η λέξη "mayorista" προέρχεται από τη λέξη "mayor", η οποία σημαίνει "μεγαλύτερος" ή "σημαντικός" και εμπεριέχει τη ρίζα "-ista", που δηλώνει επαγγελματική ή συντεχνιακή σχέση.
Συνώνυμα: - Distribuidor (διανομέας) - Proveedor (προμηθευτής)
Αντώνυμα: - Minorista (λιανέμπορος) - Consumidor (καταναλωτής)