mayorista - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mayorista (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "mayorista" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[mayoˈɾista]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "mayorista" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε έναν χονδρέμπορο, δηλαδή κάποιον που αγοράζει αγαθά σε μεγάλες ποσότητες για να τα πουλήσει σε άλλους εμπόρους ή καταστήματα, αντί να τα πουλάει απευθείας στον τελικό καταναλωτή. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε εμπορικά και οικονομικά συμφραζόμενα, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Σε επαγγελματικούς κύκλους, ο όρος "mayorista" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε προμηθευτές και αλυσίδες εφοδιασμού.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los mayoristas compran grandes cantidades de bienes para su redistribución.
  2. Οι χονδρέμποροι αγοράζουν μεγάλες ποσότητες αγαθών για την αναδιανομή τους.

  3. El precio por unidad se reduce significativamente cuando se compra al por mayor a un mayorista.

  4. Η τιμή ανά μονάδα μειώνεται σημαντικά όταν αγοράζεται χονδρικώς από έναν χονδρέμπορο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ετυμολογία

Η λέξη "mayorista" προέρχεται από τη λέξη "mayor", η οποία σημαίνει "μεγαλύτερος" ή "σημαντικός" και εμπεριέχει τη ρίζα "-ista", που δηλώνει επαγγελματική ή συντεχνιακή σχέση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Distribuidor (διανομέας) - Proveedor (προμηθευτής)

Αντώνυμα: - Minorista (λιανέμπορος) - Consumidor (καταναλωτής)



23-07-2024