mayoritario - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mayoritario (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "mayoritario" αποτελεί επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξεις "mayoritario" είναι /ma.ʝo.ɾiˈta.ɾjo/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "mayoritario" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την πλειοψηφία, δηλαδή στην πλειονότητα ενός συνόλου. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και πολιτικά συμφραζόμενα για να δηλώσει την τάση ή την κατάσταση στην οποία μια ομάδα έχει την πλειοψηφία.

Στη γλώσσα των Ισπανικών, το "mayoritario" χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα ή γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο. Είναι ένα αρκετά κοινό επίθετο στα ισπανικά, κυρίως σε πολιτικές και νομικές συνομιλίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El voto mayoritario decidió el futuro del país.
  2. Η πλειοψηφική ψήφος αποφάσισε το μέλλον της χώρας.

  3. La empresa adoptó un modelo de gestión mayoritario.

  4. Η εταιρεία υιοθέτησε ένα πλειοψηφικό μοντέλο διαχείρισης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "mayoritario" μπορεί να συμμετέχει σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:

  1. Sistema mayoritario
  2. Σύστημα πλειοψηφίας
  3. El sistema mayoritario es usado en muchas elecciones.

    • Το σύστημα πλειοψηφίας χρησιμοποιείται σε πολλές εκλογές.
  4. Decisión mayoritaria

  5. Πλειοψηφική απόφαση
  6. La decisión mayoritaria fue aceptar la propuesta.

    • Η πλειοψηφική απόφαση ήταν να αποδεχτούν την πρόταση.
  7. Voto mayoritario

  8. Πλειοψηφική ψήφος
  9. Se alcanzó un voto mayoritario en la reunión.

    • Επιτεύχθηκε μια πλειοψηφική ψήφος στη συνάντηση.
  10. Apoyo mayoritario

  11. Πλειοψηφική στήριξη
  12. El candidato recibió un apoyo mayoritario de la comunidad.
    • Ο υποψήφιος έλαβε πλειοψηφική στήριξη από την κοινότητα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "mayoritario" προέρχεται από τη λέξη "mayoría", που σημαίνει "πλειοψηφία", συνδεδεμένη με την κατάληξη "-itario", που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα χαρακτηριστικό ή σχετική ιδιότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - pletorico (πλεοναστικός) - predominante (κυρίαρχος)

Αντώνυμα: - minoritario (μειοψηφικός) - escaso (σπάνιος)



23-07-2024