Η λέξη "mayoritario" αποτελεί επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξεις "mayoritario" είναι /ma.ʝo.ɾiˈta.ɾjo/.
Η λέξη "mayoritario" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την πλειοψηφία, δηλαδή στην πλειονότητα ενός συνόλου. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και πολιτικά συμφραζόμενα για να δηλώσει την τάση ή την κατάσταση στην οποία μια ομάδα έχει την πλειοψηφία.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, το "mayoritario" χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα ή γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο. Είναι ένα αρκετά κοινό επίθετο στα ισπανικά, κυρίως σε πολιτικές και νομικές συνομιλίες.
Η πλειοψηφική ψήφος αποφάσισε το μέλλον της χώρας.
La empresa adoptó un modelo de gestión mayoritario.
Η λέξη "mayoritario" μπορεί να συμμετέχει σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
El sistema mayoritario es usado en muchas elecciones.
Decisión mayoritaria
La decisión mayoritaria fue aceptar la propuesta.
Voto mayoritario
Se alcanzó un voto mayoritario en la reunión.
Apoyo mayoritario
Η λέξη "mayoritario" προέρχεται από τη λέξη "mayoría", που σημαίνει "πλειοψηφία", συνδεδεμένη με την κατάληξη "-itario", που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα χαρακτηριστικό ή σχετική ιδιότητα.
Συνώνυμα: - pletorico (πλεοναστικός) - predominante (κυρίαρχος)
Αντώνυμα: - minoritario (μειοψηφικός) - escaso (σπάνιος)