Η λέξη "mazmorra" είναι ουσιαστικό.
/masˈmorra/
Η λέξη "mazmorra" αναφέρεται συνήθως σε ένα υπόγειο ή μία σκοτεινή περιοχή που χρησιμοποιείται ως φυλακή ή χώρος κράτησης, συχνά σε κάστρα ή άλλα μεσαιωνικά κτίρια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε προφορική ομιλία, ειδικά σε ιστορίες ή συζητήσεις σχετικά με την ιστορία ή τη φαντασία. Η χρήση της είναι σχετικά λιγότερο συχνή στην καθημερινή γλώσσα.
"Ο κρατούμενος οδηγήθηκε στο μπουντρούμι του κάστρου."
"Las leyendas hablan de tesoros ocultos en la mazmorra."
"Οι θρύλοι μιλούν για κρυμμένα θησαυρούς στο μπουντρούμι."
"Los héroes se adentraron en la mazmorra para rescatar a la princesa."
Η λέξη "mazmorra" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες φράσεις που αναφέρονται στη φυλακή ή σε περιορισμό.
"Νιώθω σαν να είμαι σε μπουντρούμι" (όταν κάποιος αισθάνεται περιορισμένος ή καταθλιπτικός).
"Sacarlo de la mazmorra"
"Να τον βγάλω από το μπουντρούμι" (να απελευθερώσω κάποιον από μια δύσκολη κατάσταση).
"Estar atrapado en la mazmorra de la rutina"
Η λέξη "mazmorra" προέρχεται από το αραβικό "maṣmur" που σημαίνει "φυλακή".