Mear είναι ρήμα.
[me.aɾ]
Η λέξη "mear" αναφέρεται στην πράξη της ούρησης. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και είναι πιο άτυπη ή καθημερινή παρά σε γραπτό πλαίσιο. Είναι μια παραλλαγή του πιο επίσημου ρήματος "orinar" (ουρώ). Η χρήση της είναι συχνή σε διάφορες ισπανόφωνες χώρες, κυρίως σε ανεπίσημες συνομιλίες.
Όπως αναφέρθηκε, η "mear" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, ειδικά σε ανεπίσημο περιβάλλον.
Πηγαίνω να κάνω πίσω γιατί έχω πολύ ανάγκη.
¿Dónde hay un baño? Necesito mear urgentemente.
Πού είναι μια τουαλέτα; Χρειάζομαι να κάνω πίσω επειγόντως.
Después de beber tanta agua, no puedo evitar mear cada cinco minutos.
Η λέξη "mear" μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
(σημαίνει ότι γελάς πολύ)
No te mearás, si lo haces rápido.
(σημαίνει ότι δεν θα έχεις κάποιον φόβο αν κινηθείς γρήγορα)
Me he meado encima.
Η λέξη "mear" προέρχεται από το λατινικό "mictare", που σημαίνει "ουρώ". Η προέλευση δείχνει τη φυσική εξέλιξη των γλωσσών και το πώς οι λέξεις αλλάζουν με τον χρόνο.
Συνώνυμα: - Orinar (ουρώ)
Αντώνυμα: - Retener (κρατώ, αναφερόμενος στη διατήρηση των υγρών)
Αυτές οι πληροφορίες σας δίνουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "mear" και της χρήσης της στη γλώσσα των Ισπανικά.