mear - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mear (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Mear είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[me.aɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "mear" αναφέρεται στην πράξη της ούρησης. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και είναι πιο άτυπη ή καθημερινή παρά σε γραπτό πλαίσιο. Είναι μια παραλλαγή του πιο επίσημου ρήματος "orinar" (ουρώ). Η χρήση της είναι συχνή σε διάφορες ισπανόφωνες χώρες, κυρίως σε ανεπίσημες συνομιλίες.

Συχνότητα χρήσης

Όπως αναφέρθηκε, η "mear" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, ειδικά σε ανεπίσημο περιβάλλον.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a mear porque tengo mucha necesidad.
  2. Πηγαίνω να κάνω πίσω γιατί έχω πολύ ανάγκη.

  3. ¿Dónde hay un baño? Necesito mear urgentemente.

  4. Πού είναι μια τουαλέτα; Χρειάζομαι να κάνω πίσω επειγόντως.

  5. Después de beber tanta agua, no puedo evitar mear cada cinco minutos.

  6. Μετά από τόσο νερό, δεν μπορώ να αποφύγω να κάνω πίσω κάθε πέντε λεπτά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "mear" μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Mearse de risa.
  2. Χελώνα από τα γέλια.
  3. (σημαίνει ότι γελάς πολύ)

  4. No te mearás, si lo haces rápido.

  5. Δεν θα κάνεις πίσω αν το κάνεις γρήγορα.
  6. (σημαίνει ότι δεν θα έχεις κάποιον φόβο αν κινηθείς γρήγορα)

  7. Me he meado encima.

  8. Έκανα πίσω πάνω μου.
  9. (χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει πολύ γέλιο ή αναστάτωση)

Ετυμολογία

Η λέξη "mear" προέρχεται από το λατινικό "mictare", που σημαίνει "ουρώ". Η προέλευση δείχνει τη φυσική εξέλιξη των γλωσσών και το πώς οι λέξεις αλλάζουν με τον χρόνο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Orinar (ουρώ)

Αντώνυμα: - Retener (κρατώ, αναφερόμενος στη διατήρηση των υγρών)

Αυτές οι πληροφορίες σας δίνουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "mear" και της χρήσης της στη γλώσσα των Ισπανικά.



23-07-2024