mecanizado είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [mekaniˈθaðo] ή [mekanizado] (ανάλογα με την προφορά).
Η λέξη mecanizado αναφέρεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με τη μηχανική εργασία ή την επεξεργασία υλικών, συνήθως με τη χρήση μηχανών. Χρησιμοποιείται ευρέως σε βιομηχανικούς και στρατιωτικούς τομείς για την περιγραφή διαδικασιών κατασκευής και επεξεργασίας μετάλλων ή άλλων υλικών.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο για τεχνικές περιγραφές, καθώς και στις στρατιωτικές οδηγίες και εκθέσεις.
Η μηχανοποίηση των κομματιών είναι ένα θεμελιώδες μέρος της διαδικασίας παραγωγής.
Gracias al mecanizado, se lograron mejores tolerancias en las piezas.
Χάρη στη μηχανοποίηση, επιτεύχθηκαν καλύτερες ανοχές στα κομμάτια.
El mecanizado de componentes militares requiere alta precisión.
Η λέξη mecanizado δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την τεχνική διαδικασία ή τη μηχανική.
Να είσαι στη διαδικασία της μηχανοποίησης.
Requiere un alto grado de mecanizado.
Απαιτεί υψηλό βαθμό μηχανοποίησης.
La precisión en el mecanizado es esencial para la industria.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "mecanizar", που σημαίνει "να μηχανοποιείς", συνδυάζοντας το "mecanismo" (μηχανισμός) με τις μονογενείς συνθέσεις που σχετίζονται με διαδικασίες και τεχνικές της μηχανικής.
Συνώνυμα: - Mecanización - Automatización - Maquinado
Αντώνυμα: - Artesanal (χειροποίητο) - No mecanizado (μη μηχανοποιημένο)
Αυτή η ανάλυση της λέξης mecanizado αποδεικνύει τη σημασία της στους τομείς της Πολυτεχνικής και Στρατιωτικής τεχνολογίας.