Το "mecer" είναι ρήμα.
/mɛˈθeɾ/
Η λέξη "mecer" σημαίνει να κουνάς κάτι ή κάποιον απαλά και τακτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη δράση του νανουρίσματος, όπως όταν κάποιος κουνάει ένα μωρό ή κάποιο αντικείμενο. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ίσως να συναντάται πιο συχνά σε λογοτεχνικά ή περιγραφικά κείμενα.
Ella mece a su bebé para que duerma.
Αυτή νανουρίζει το μωρό της για να κοιμηθεί.
El viento mece las hojas de los árboles.
Ο άνεμος κουνάει τα φύλλα των δέντρων.
El mar mece suavemente la embarcación.
Η θάλασσα κουνάει απαλά το σκάφος.
Το "mecer" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Mecer la cuna del sueño.
Ναναρίζω την κούνια του ύπνου.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση της ηρεμίας και της γαλήνης.
Mecer en brazos de Morfeo.
Να νανουρίσω στην αγκαλιά του Μορφέα.
Αναφέρεται στην κατάσταση του ύπνου.
Mecer un sueño.
Να νανουρίσω ένα όνειρο.
Που σημαίνει να προσπαθείς να επιτύχεις ή να συντηρήσεις μια επιθυμία ή στόχο.
Dejarse mecer por la vida.
Αφήνομαι να κουνιέμαι από τη ζωή.
Δηλώνει την αποδοχή του ρεύματος της ζωής και των γεγονότων που συμβαίνουν.
Η λέξη "mecer" προέρχεται από το λατινικό "mācerare", που σημαίνει "να κουνάς" ή "να ταλαντεύεσαι".
Συνώνυμα:
- balancear (ισορροπώ)
- arrullar (νανουρίζω)
Αντώνυμα:
- estabilizar (σταθεροποιώ)
- fijar (στρατεύω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "mecer" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.