Η λέξη "mechero" είναι ουσιαστικό.
/ meˈt͡ʃe.ɾo /
Η λέξη "mechero" αναφέρεται σε φέρνονταν ηλεκτρονικές συσκευές που χρησιμοποιούνται για την ανάφλεξη καπνών ή άλλων καύσιμων υλικών. Συνήθως, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον αναπτήρα που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο ή πλαστικό.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ahora necesito un mechero para encender el fuego.
Τώρα χρειάζομαι έναν αναπτήρα για να ανάψω τη φωτιά.
¿Tienes un mechero? No puedo encender mi cigarrillo.
Έχεις έναν αναπτήρα; Δεν μπορώ να ανάψω το τσιγάρο μου.
El mechero que compré es muy resistente al viento.
Ο αναπτήρας που αγόρασα είναι πολύ ανθεκτικός στον άνεμο.
Η λέξη "mechero" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες καθομιλούμενες φράσεις:
Hoy me siento como un mechero apagado.
Σήμερα νιώθω σαν έναν σβησμένο αναπτήρα.
No seas mechero, mantén la chispa siempre viva.
Μην είσαι αναπτήρας, κράτα τη σπίθα πάντα ζωντανή.
Necesito que me ayudes a encender este mechero a la luz de la luna.
Χρειάζομαι να με βοηθήσεις να ανάψω αυτόν τον αναπτήρα στο φως του φεγγαριού.
Η λέξη "mechero" προέρχεται από την ισπανική λέξη "mecha", που σημαίνει «φυτίλι», και έχει καταλήξει να αναφέρεται στους σύγχρονους αναπτήρες.
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα τη λέξη "mechero" και τη χρήση της στον ισπανικό και ελληνικό γλώσσα.