"Medalla" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "medalla" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /meˈðaʎa/.
Η "medalla" αναφέρεται συνήθως σε ένα μέταλλο ή κομμάτι υλικού που δημοσιοποιείται ως βραβείο ή αναγνώριση για κάποιο επίτευγμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέεται με αγώνες, επικές σπουδές ή στρατιωτικές διακρίσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης που μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το πλαίσιο (π.χ. αθλητισμός, στρατός, πολιτιστικά γεγονότα).
"Ο αθλητής κέρδισε ένα χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες."
"La medalla que recibió por su servicio militar es un gran honor."
Η λέξη "medalla" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις:
"Ο καθηγητής αποφάσισε να απονείμει μετάλλιο στον διακεκριμένο μαθητή."
"Medalla al mérito" αναφέρεται σε μια διάκριση που δίδεται για εξαιρετική επίδοση.
"Έλαβε το μετάλλιο της διάκρισης για τις συνεισφορές του στην κοινότητα."
"Una medalla por cada batalla" σημαίνει να αποδίδεις επιτυχίες σε κάθε πρόκληση που ξεπεράστηκε.
Η λέξη "medalla" προέρχεται από τη λατινική λέξη "medalia", που σημαίνει μικρό μέταλλο ή βραβείο. Στις περισσότερες γλώσσες της Ρωμαϊκής προέλευσης, οι παραλλαγές της λέξης διατηρούν παρόμοια σημασία και χρήση.
Συνώνυμα: - Distinción (διάκριση) - Condecoración (παρασημοφορία)
Αντώνυμα: - Deshonor (ατιμία) - Desprestigio (αποδοκιμασία)