Η λέξη "media" είναι ουσιαστικό.
[ˈme.ðja]
Η λέξη "media" αναφέρεται σε όλα τα είδη των μέσων μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των εφημερίδων, της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου και του διαδικτύου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συζητήσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "media" είναι υψηλή και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και ιδιαίτερα στον γραπτό λόγο λόγω της αναφοράς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή αναλύσεις.
Los medios de comunicación tienen un impacto significativo en la opinión pública.
(Τα μέσα ενημέρωσης έχουν σημαντική επίδραση στη δημόσια γνώμη.)
Es importante verificar la información que se comparte en los medios.
(Είναι σημαντικό να ελέγχεται η πληροφορία που μοιράζεται στα μέσα.)
Los medios digitales han revolucionado la manera en que consumimos noticias.
(Τα ψηφιακά μέσα έχουν επαναστατήσει τον τρόπο που καταναλώνουμε ειδήσεις.)
Estar en los medios
(Να είσαι στα μέσα)
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος είναι γνωστός ή δημοφιλής στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Σημείο: "Desde que ganó el concurso, está en los medios todo el tiempo."
(Από τότε που κέρδισε τον διαγωνισμό, είναι στα μέσα όλο το διάστημα.)
Medios alternativos
(Εναλλακτικά μέσα)
Αφορά στα μέσα που δεν ανήκουν σε μεγάλα συγκροτήματα.
Σημείο: "Los medios alternativos ofrecen una perspectiva diferente de la realidad."
(Τα εναλλακτικά μέσα προσφέρουν μια διαφορετική προοπτική της πραγματικότητας.)
Manipulación de los medios
(Χειραγώγηση των μέσων)
Αναφέρεται στην προσπάθεια ελέγχου ή επιρροής της πληροφορίας από τα μέσα.
Σημείο: "La manipulación de los medios puede distorsionar la verdad."
(Η χειραγώγηση των μέσων μπορεί να παραμορφώσει την αλήθεια.)
Η λέξη "media" προέρχεται από το λατινικό "medium," που σημαίνει "μέσο" ή "μεσολαβητής." Επιπλέον, η λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε οποιοδήποτε μέσο μεταφοράς πληροφοριών.
Συνώνυμα:
- Comunicación
- Difusión
Αντώνυμα:
- Silencio
- Aislamiento