Το "mediar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "mediar" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /meˈðjaɾ/
Η λέξη "mediar" σημαίνει να δρα κανείς ως μεσολαβητής ή να παρέχει μια στήριξη για να διευκολύνει τη συζήτηση ή την διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες πλευρές. Στη γλώσσα των νομικών ή ιατρικών περιβαλλόντων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή της βοήθειας που παρέχεται στους συμμετέχοντες στη διαδικασία διαπραγμάτευσης ή θεραπείας. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, κυρίως στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
El abogado decidió mediar entre las partes en conflicto.
(Ο δικηγόρος αποφάσισε να μεσολαβήσει ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη.)
Es importante mediar en situaciones de tensión.
(Είναι σημαντικό να μεσολαβούμε σε καταστάσεις έντασης.)
Η λέξη "mediar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Εδώ αναφέρεται στην πράξη του να επεμβαίνει κάποιος για να σταματήσει μια διαφωνία ή έναν καβγά.
Mediar con las autoridades
(Λειτουργώ ως μεσάζοντας με τις αρχές.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αναλαμβάνει να διαπραγματευτεί ή να βρει μια λύση με τις αρχές.
Es difícil mediar en una situación tan delicada.
(Είναι δύσκολο να μεσολαβήσει κανείς σε μια τόσο ευαίσθητη κατάσταση.)
Αυτή η φράση εκφράζει την προκλητικότητα του ρόλου ενός μεσολαβητή.
Mediar entre amigos siempre es complicado.
(Η μεσολάβηση ανάμεσα σε φίλους είναι πάντα περίπλοκη.)
Η λέξη "mediar" προέρχεται από το λατινικό "mediare," που σημαίνει "μεσολαβώ."
intervenir (επικαλύπτω)
Αντώνυμα: