Η λέξη "medicina" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "medicina" είναι /me.diˈθi.na/ ή /me.diˈsi.na/ (η προφορά διαφέρει μεταξύ Ισπανικών της Ισπανίας και της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "medicina" σημαίνει την επιστήμη ή την πρακτική της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης ασθενειών. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως οι ιατρικές σπουδές, η θεραπεία των ασθενών και η φαρμακευτική. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή και ισχύει τόσο για τον προφορικό όσο και για τον γραπτό λόγο.
La medicina moderna ha avanzado mucho en los últimos años.
Η σύγχρονη ιατρική έχει προοδεύσει πολύ τα τελευταία χρόνια.
Estudia medicina en la universidad para convertirse en doctor.
Σπουδάζει ιατρική στο πανεπιστήμιο για να γίνει γιατρός.
La medicina alternativa es un tema controvertido.
Η εναλλακτική ιατρική είναι ένα αμφισβητούμενο θέμα.
Η λέξη "medicina" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που αναφέρονται στη ιατρική πρακτική και τα αποτελέσματά της.
No hay medicina para el corazón roto.
Δεν υπάρχει ιατρική για την σπασμένη καρδιά.
Es mejor prevenir que curar, dice la medicina.
Είναι καλύτερο να προλαμβάνεις παρά να θεραπεύεις, λέει η ιατρική.
La medicina es un arte y una ciencia.
Η ιατρική είναι μια τέχνη και μια επιστήμη.
A veces, una sonrisa es la mejor medicina.
Μερικές φορές, ένα χαμόγελο είναι η καλύτερη ιατρική.
Cada medicina tiene sus efectos secundarios.
Κάθε ιατρική έχει τις παρενέργειές της.
La medicina tradicional sigue siendo relevante en muchas culturas.
Η παραδοσιακή ιατρική παραμένει σημαντική σε πολλές κουλτούρες.
No todos los remedios son medicina, a veces se necesita tiempo.
Όχι όλα τα φάρμακα είναι ιατρική, μερικές φορές χρειάζεται χρόνος.
La medicina moderna puede ayudar a tratar enfermedades graves.
Η σύγχρονη ιατρική μπορεί να βοηθήσει στη θεραπεία σοβαρών ασθενειών.
Η λέξη "medicina" προέρχεται από τη λατινική λέξη "medicina", η οποία σχετίζεται με το "medicus" που σημαίνει "γιατρός". Παράγεται από το ρήμα "mederi", που σημαίνει "να θεραπεύω".
Συνώνυμα:
- terapéutica
- medicina alternativa
- farmacología (φαρμακολογία)
Αντώνυμα:
- enfermedad (νοσηρότητα)
- dolencia (πάθηση)