Είναι επίθετο.
/mɛðɪˈsɪnəl/
Η λέξη "medicinal" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι έχει ιατρικές ή θεραπευτικές ιδιότητες. Συχνά αναφέρεται σε φυτά, ουσίες ή προϊόντα που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική ή έχουν θετική επίδραση στην υγεία.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές μελέτες ή ιατρικά κείμενα, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με τη θεραπεία και την υγεία.
Οι εκχυλίσματα βοτάνων είναι φαρμακευτικά και χρησιμοποιούνται στη φυτοθεραπεία.
La medicina tradicional a menudo involucra plantas medicinales.
Η παραδοσιακή ιατρική περιλαμβάνει συχνά φαρμακευτικά φυτά.
Algunos jarabes son energéticos y tienen propiedades medicinales.
Η λέξη "medicinal" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
El aloe vera es una planta medicinal que ayuda a la piel.
Efecto medicinal: Θεραπευτικό αποτέλεσμα.
La miel tiene un efecto medicinal contra la tos.
Uso medicinal: Ιατρική χρήση.
Este medicamento tiene un uso medicinal aprobado.
Remedio medicinal: Ιατρική θεραπεία.
Η λέξη "medicinal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "medicinalis", που σημαίνει "αφορώ στη θεραπεία", και από το "medicina", που σημαίνει "ιατρική".
curativo (θεραπευτικός)
Αντώνυμα: