Η λέξη "medida" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "medida" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /meˈðiða/
Η λέξη "medida" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - μέτρηση - διάσταση - μέτρο
Η λέξη "medida" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια ποσότητα, διάσταση ή μέτρο που έχει προσδιοριστεί ή μετρηθεί. Στη γλώσσα των οικονομικών, μπορεί να αναφέρεται σε σταθερές ή μεθόδους μέτρησης συγκεκριμένων οικονομικών μεγεθών. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στους τομείς του δικαίου και της τεχνολογίας.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "medida" είναι υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αν και είναι και περιζήτητη στον προφορικό λόγο.
La medida de este cuadro es 50 por 70 centímetros.
(Η μέτρηση αυτού του πίνακα είναι 50 επί 70 εκατοστά.)
Necesitamos tomar una medida para calcular el espacio disponible.
(Πρέπει να κάνουμε μια μέτρηση για να υπολογίσουμε τον διαθέσιμο χώρο.)
La medida del impacto ambiental es importante para el desarrollo sostenible.
(Η μέτρηση της περιβαλλοντικής επίδρασης είναι σημαντική για τη βιώσιμη ανάπτυξη.)
Η λέξη "medida" επίσης χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Tomar medidas - (Λαμβάνω μέτρα)
Είναι σημαντικό να λαμβάνουμε μέτρα para evitar problemas.
(Είναι σημαντικό να λαμβάνουμε μέτρα για να αποφεύγουμε προβλήματα.)
A medida que - (Καθώς)
Καθώς pasa el tiempo, aprendemos más.
(Καθώς περνά ο χρόνος, μαθαίνουμε περισσότερα.)
Estar a la medida - (Είμαι στο επίπεδο)
Quiero estar a la medida de las expectativas de mi jefe.
(Θέλω να είμαι στο επίπεδο των προσδοκιών του αφεντικού μου.)
Medidas drásticas - (Δραστικά μέτρα)
El gobierno ha tomado drásticas medidas para combatir la crisis.
(Η κυβέρνηση έχει λάβει δραστικά μέτρα για να καταπολεμήσει την κρίση.)
Η λέξη "medida" προέρχεται από το λατινικό "metĭda", το οποίο σημαίνει "που μετρά".
Συνώνυμα: - medida - medición - tamaño
Αντώνυμα: - exceso - falta - desmesura