Medidas είναι ουσιαστικό και είναι ο πληθυντικός του "medida".
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /meˈðidas/
Η λέξη "medidas" αναφέρεται σε μέτρα ή διαστάσεις και χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και νομικά συμφραζόμενα. Στον τομέα του νόμου, οι "medidas" μπορεί να αναφέρονται σε νομικές διατάξεις ή μέτρα που λαμβάνονται για την εφαρμογή του νόμου. Στον πολυτεχνικό τομέα, αναφέρεται σε φυσικές διαστάσεις ή μετρήσεις που είναι αναγκαίες για σχεδιασμό ή κατασκευή.
Η συχνότητα χρήσης του "medidas" είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό. Ωστόσο, αντιπροσωπεύει περισσότερο τεχνική ορολογία στα γραπτά κείμενα.
Οι διαστάσεις αυτού του κτηρίου είναι επιβλητικές.
Es importante tomar medidas de seguridad en el trabajo.
Είναι σημαντικό να λαμβάνονται μέτρα ασφαλείας στη δουλειά.
Las medidas adoptadas por el gobierno fueron eficaces.
Η λέξη "medidas" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως που σχετίζονται με την ασφάλεια, τη μέτρηση, και την προληπτική δράση.
Να ληφθούν μέτρα σχετικά με αυτό.
Las buenas medidas traen buenos resultados.
Οι καλές μετρήσεις φέρνουν καλά αποτελέσματα.
Medidas de precaución son necesarias.
Οι προληπτικές ενέργειες είναι απαραίτητες.
Sigue las medidas establecidas por la normativa.
Ακολούθα τις διατάξεις που καθορίζει η κανονιστική διάταξη.
Las medidas son clave para el éxito de un proyecto.
Η λέξη "medida" προέρχεται από το λατινικό "mensura", που σημαίνει μέτρηση ή διαστάσεις.
Συνώνυμα: - Dimensiones (διαστάσεις) - Tamaños (μεγέθη)
Αντώνυμα: - Desmedido (άνισος, υπερβολικός) - Irregular (άτακτος, μη κανονικός)