Medidor είναι ουσιαστικό (μασculino).
/meˈðiðoɾ/
Η λέξη medidor μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - μετρητής - δειγματολήπτης
Η λέξη medidor αναφέρεται σε ένα εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση διαφόρων στοιχείων, όπως μήκους, καιρού, αντοχής, πιέσεως, κ.λπ. Ειδικότερα χρησιμοποιείται σε γενικούς και τεχνικούς τομείς (polytechnical). Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο μετρητής θερμοκρασίας είναι εκτός λειτουργίας.
Necesitamos un medidor de presión para la máquina.
Ο όρος medidor μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Μέτρηση λέξεων (να είναι προσεκτικός με αυτό που λέμε).
Sin medidor.
Χωρίς μέτρο (χωρίς περιορισμούς, ελέγχους).
Medidor de fines.
Η λέξη medidor προέρχεται από το ρήμα medir, που σημαίνει "να μετράει". Προστίθεται το κατάληξη -dor, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το εργαλείο ή τον παράγοντα που εκτελεί τη δράση του ρήματος.
Συνώνυμα: - Detector (ανιχνευτής) - Contador (μετρητής, αριθμητής)
Αντώνυμα: - Descartador (απορριπτήρας, αυτός που απορρίπτει ή δεν μετράει)
Ο όρος medidor είναι ένας σημαντικός όρος στη γλώσσα Ισπανικά που χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, ειδικά σε τεχνικές και γενικές εφαρμογές. Η κατανόησή του βοηθά στην καλύτερη αντίληψη βιομηχανικών εφαρμογών, καθώς και στην καθημερινή ζωή.