medidor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

medidor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Medidor είναι ουσιαστικό (μασculino).

Φωνητική μεταγραφή

/meˈðiðoɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη medidor μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - μετρητής - δειγματολήπτης

Σημασία της λέξης

Η λέξη medidor αναφέρεται σε ένα εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση διαφόρων στοιχείων, όπως μήκους, καιρού, αντοχής, πιέσεως, κ.λπ. Ειδικότερα χρησιμοποιείται σε γενικούς και τεχνικούς τομείς (polytechnical). Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El medidor de temperatura está fuera de servicio.
  2. Ο μετρητής θερμοκρασίας είναι εκτός λειτουργίας.

  3. Necesitamos un medidor de presión para la máquina.

  4. Χρειαζόμαστε έναν μετρητή πίεσης για τη μηχανή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος medidor μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Medidor de palabras.
  2. Μέτρηση λέξεων (να είναι προσεκτικός με αυτό που λέμε).

  3. Sin medidor.

  4. Χωρίς μέτρο (χωρίς περιορισμούς, ελέγχους).

  5. Medidor de fines.

  6. Μετρητής σκοπών (να προσδιορίσουμε τους στόχους μας).

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη medidor προέρχεται από το ρήμα medir, που σημαίνει "να μετράει". Προστίθεται το κατάληξη -dor, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το εργαλείο ή τον παράγοντα που εκτελεί τη δράση του ρήματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Detector (ανιχνευτής) - Contador (μετρητής, αριθμητής)

Αντώνυμα: - Descartador (απορριπτήρας, αυτός που απορρίπτει ή δεν μετράει)

Συμπέρασμα

Ο όρος medidor είναι ένας σημαντικός όρος στη γλώσσα Ισπανικά που χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, ειδικά σε τεχνικές και γενικές εφαρμογές. Η κατανόησή του βοηθά στην καλύτερη αντίληψη βιομηχανικών εφαρμογών, καθώς και στην καθημερινή ζωή.



23-07-2024