Το "medio" είναι επίθετο και επίσης χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈme.ðjo/
Η λέξη "medio" έχει τις εξής σημασίες: 1. Σημαίνει "μέσος" ή "κεντρικός" όταν χρησιμοποιείται για να υποδείξει μια μεσαία κατάσταση ή ποσοστό. 2. Σημαίνει "μέσο" όταν αναφέρεται σε εργαλείο ή μέθοδο για την παραγωγή ή μεταφορά πληροφοριών ή αγαθών.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, "medio" χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορετικά συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών, οικονομικών και νομικών πλαισίων. Η χρήση του "medio" είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτές μορφές.
"Το πιο αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας είναι η τηλεόραση."
"Es importante tener un medio para medir el progreso."
Η λέξη "medio" χρησιμοποιείται σε πολλές ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Μέσα στο πλήθος."
"Estar en el medio del fuego."
"Βρίσκομαι στη μέση της φωτιάς." (σε δύσκολη κατάσταση)
"Dar un medio paso atrás."
"Κάνε ένα μισό βήμα πίσω." (να υποχωρήσεις λίγο)
"A medio plazo."
"Σε μεσοπρόθεσμο διάστημα."
"Llegar a un medio acuerdo."
Η λέξη "medio" προέρχεται από το λατινικό "medius", που σημαίνει «μέσος», «κεντρικός» ή «μεσαία θέση».