Η φράση "medio ambiente" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈme.ðjo amˈbjen.te/
Ο όρος "medio ambiente" αναφέρεται στο σύνολο των φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων που περιβάλλουν έναν οργανισμό. Σχετίζεται με το φυσικό περιβάλλον, την οικολογία και τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων με αυτό. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε περιβαλλοντικές συζητήσεις, πολιτικές και έρευνες.
Η συχνότητα χρήσης του όρου "medio ambiente" είναι υψηλή, ειδικά σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την οικολογία, την προστασία του περιβάλλοντος και την βιώσιμη ανάπτυξη. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά στο τελευταίο.
Το περιβάλλον υποφέρει από τη ρύπανση.
Es importante cuidar el medio ambiente para las futuras generaciones.
Είναι σημαντικό να φροντίζουμε το περιβάλλον για τις μελλοντικές γενιές.
Las políticas de protección del medio ambiente son esenciales.
Ο όρος "medio ambiente" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με περιβαλλοντικά ζητήματα.
Η περιβαλλοντική εκπαίδευση είναι κλειδί για τη φροντίδα του περιβάλλοντος.
Se requiere un cambio de mentalidad para proteger el medio ambiente.
Απαιτείται μια αλλαγή νοοτροπίας για την προστασία του περιβάλλοντος.
La preservación del medio ambiente es una responsabilidad de todos.
Η διατήρηση του περιβάλλοντος είναι ευθύνη όλων.
Es fundamental fomentar el desarrollo sostenible en el medio ambiente.
Η φράση "medio ambiente" προέρχεται από τα ισπανικά "medio", που σημαίνει "μέσο" ή "κέντρο", και "ambiente", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "ambiente", που σημαίνει "περιβάλλον" ή "χώρος γύρω".
Συνώνυμα: - entorno (περιβάλλον) - ecosistema (οικοσύστημα)
Αντώνυμα: - desecho (απόβλητο) - contaminación (ρύπανση)