Η λέξη "medioambiental" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /meðjoamβjenˈtal/
Η λέξη "medioambiental" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ότι κάτι σχετίζεται με το περιβάλλον. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις για ζητήματα που αφορούν τη φύση, την οικολογία και τη βιωσιμότητα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Η περιβαλλοντική ρύπανση είναι ένα σοβαρό παγκόσμιο πρόβλημα.
Es importante promover políticas medioambientales para proteger nuestro planeta.
Η λέξη "medioambiental" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και κείμενα σχετικά με περιβαλλοντικά ζητήματα.
Ο περιβαλλοντικός νόμος προστατεύει τη βιοποικιλότητα.
Los estudios medioambientales son esenciales para entender los cambios climáticos.
Οι περιβαλλοντικές μελέτες είναι ουσιαστικές για την κατανόηση των κλιματικών αλλαγών.
Las iniciativas medioambientales deben ser apoyadas por todos.
Οι περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες πρέπει να υποστηρίζονται από όλους.
El desarrollo medioambiental sostenible es crucial para el futuro.
Η λέξη "medioambiental" προέρχεται από το ισπανικό "medio" (μέσο) και "ambiente" (περιβάλλον), επομένως αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με το μέσο ή το περιβάλλον γύρω μας.
Συνώνυμα: - ambiental (περιβαλλοντικός) - ecológico (οικολογικός)
Αντώνυμα: - no ambiental (μη περιβαλλοντικός) - destructivo (καταστροφικός)