Η λέξη "mediocre" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στα ισπανικά (διεθνές φωνητικό αλφάβητο): /me.ðj.oˈkɾe/
Η λέξη "mediocre" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι μέτριο ή κάτω από το αναμενόμενο, είτε σε ποιότητα είτε σε απόδοση. Χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο προφορικά και γραπτά πλαίσια, αν και μπορεί να προτιμάται περισσότερο σε γραπτές αναφορές για να αποδώσει κριτική σχετικά με μια κατάσταση ή ένα προϊόν.
Η απόδοση του μαθητή ήταν μέτρια.
La película recibió críticas mediocres.
Η ταινία έλαβε μέτριες κριτικές.
Su trabajo es mediocre y no cumple con las expectativas.
Η λέξη "mediocre" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να φτάσουν σε ένα μέτριο επίπεδο.
Vivir en la mediocridad.
Να ζει κανείς στη μετριότητα.
Un esfuerzo mediocre.
Ένας μέτριος κόπος.
No se puede conformar con una vida mediocre.
Δεν μπορεί κανείς να περιοριστεί σε μια μέτρια ζωή.
Un resultado mediocre no es aceptable.
Ένα μέτριο αποτέλεσμα δεν είναι αποδεκτό.
Siento que mi trabajo está en un estado mediocre.
Νιώθω ότι η δουλειά μου είναι σε μέτρια κατάσταση.
A veces, es mejor que lo mediocre no sea considerado.
Μερικές φορές, είναι καλύτερο να μην θεωρείται το μέτριο.
Siempre hay alguien que se conforma con la mediocridad.
Η λέξη "mediocre" προέρχεται από τα λατινικά "mediocris", που σημαίνει "μέσος" ή "μετρίως καλός", και από τη σύνθεση "medius" (μέσος) + "ocris" (περίεργο, όχι καλό).
Συνώνυμα: - Común - Ordinario - Modesto
Αντώνυμα: - Excelente - Superior - Destacado