mediocridad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mediocridad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη mediocridad είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης mediocridad στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο (IPA) είναι: /meðjo.kɾiˈðað/.

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη mediocridad μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - μετριότητα

Σημασία και Χρήση

Η mediocridad αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι μέτριος, δηλαδή ούτε πολύ καλός ούτε πολύ κακός. Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, αναφερόμενη συχνά στην έλλειψη επιτυχίας, αριστείας ή εξαιρετικών χαρακτηριστικών. Στην ισπανική γλώσσα, η μέση χρήση της είναι υποκειμενική και μπορεί να είναι συχνότερη σε γραπτές εκφράσεις, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La mediocridad no es una opción si deseas sobresalir en tu carrera.
    (Η μετριότητα δεν είναι επιλογή αν επιθυμείς να ξεχωρίσεις στην καριέρα σου.)

  2. Muchos estudiantes se conforman con la mediocridad en lugar de esforzarse más.
    (Πολλοί μαθητές συμβιβάζονται με τη μετριότητα αντί να προσπαθούν περισσότερο.)

  3. La mediocridad en el arte no debería ser tolerada.
    (Η μετριότητα στην τέχνη δεν θα έπρεπε να γίνεται ανεκτή.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη mediocridad χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράζει συχνά απογοήτευση ή κριτική.

  1. Caer en la mediocridad: Significa aceptar una calidad baja.
    (Να πέσεις στη μετριότητα: Σημαίνει να αποδεχτείς κακή ποιότητα.)

  2. Luchar contra la mediocridad: Se refiere a esforzarse por superar lo promedio.
    (Να παλέψεις ενάντια στη μετριότητα: Αναφέρεται στην προσπάθεια να ξεπεράσεις το μέσο όρο.)

  3. Ambiente de mediocridad: Describe un entorno donde se acepta lo mediocre.
    (Περιβάλλον μετριότητας: Περιγράφει ένα περιβάλλον όπου η μετριότητα γίνεται αποδεκτή.)

  4. No dejarse llevar por la mediocridad: Significa no permitir que la mediocridad afecte tus decisiones.
    (Μη αφήνεις τη μετριότητα να σε επηρεάζει: Σημαίνει να μην επιτρέπεις στη μετριότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις σου.)

  5. Sentirse cómodo en la mediocridad: Indica que alguien ha aceptado no sobresalir.
    (Να νιώθεις άνετα στη μετριότητα: Δείχνει ότι κάποιος έχει αποδεχτεί να μην ξεχωρίζει.)

Ετυμολογία

Η λέξη mediocridad προέρχεται από τη λατινική λέξη mediocris, που σημαίνει "μέτριος" ή "μεσαίος", και το προσδιοριστικό του -idad που υποδηλώνει κατάσταση ή ποιότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - mediocridad - rutina - mediocre

Αντώνυμα: - excelencia - superioridad - brillantez



23-07-2024