Το "medir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [meˈðiɾ]
Η λέξη "medir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται στη διαδικασία μέτρησης ή υπολογισμού μιας ποσότητας, όπως μήκος, ύψος, βάρος ή άλλες μετρήσιμες αξίες. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο προφορικά και γραπτά πλαίσια, αλλά πιο συχνά στη γραπτή μορφή, κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
"Είναι σημαντικό να μετρήσετε τη θερμοκρασία του νερού πριν κολυμπήσετε."
"Debemos medir el largo de la mesa para ver si cabe en la habitación."
Η λέξη "medir" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε εκτίμηση ή αξιολόγηση.
"Κάποιες φορές είναι καλύτερο να μετράτε τα λόγια σας σε μια συζήτηση."
"Medir el éxito"
"Δεν μπορείτε να μετρήσετε την επιτυχία μόνο με τα χρήματα."
"Medir el riesgo"
"Είναι θεμελιώδες να εκτιμήσετε τον κίνδυνο πριν επενδύσετε."
"Medir el tiempo"
"Πρέπει να μετρήσουμε το χρόνο που αφιερώνουμε σε κάθε εργασία."
"Medir las consecuencias"
Η λέξη "medir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "metiri," που σημαίνει "μετρώ." Η ρίζα της λέξης έχει συνδεθεί με την ιδέα της αξιολόγησης και της καταμέτρησης.
Συνώνυμα: - calcular (υπολογίζω) - evaluar (εκτιμώ)
Αντώνυμα: - subestimar (υποτιμώ) - descuidar (αμελώ)