Το "medirse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /meˈðirse/
Η λέξη "medirse" σημαίνει να μετράς τον εαυτό σου, κυρίως για να προσδιορίσεις το μέγεθος ή την διάσταση κάποιου μέρους του σώματος, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά. Αποτελεί ένα κοινό ρήμα στη γλώσσα των Ισπανόφωνων και χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα. Η χρήση του είναι αρκετά συχνή στον καθημερινό λόγο σε σχέση με την γυμναστική, τη μόδα, και τη γενική αυτοεκτίμηση.
Είναι σημαντικό να μετρηθείς πριν αγοράσεις καινούργια ρούχα.
Ella se mide cada semana para controlar su progreso.
Αυτή μετράει τον εαυτό της κάθε εβδομάδα για να παρακολουθεί την πρόοδό της.
Al medirse, él se dio cuenta de que había perdido peso.
Η λέξη "medirse" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των Ισπανόφωνων. Ακολουθούν μερικές σχετικές εκφράσεις καθώς και παραδείγματα χρήσης:
Es recomendable medirse las palabras cuando se habla en público.
No hay que medirse en los elogios.
Cuando alguien hace algo bueno, no hay que medirse en los elogios.
Medir fuerzas.
Η λέξη "medirse" προέρχεται από το λατινικό "metiri" που σημαίνει "μετρώ". To "se" δηλώνει ότι το ρήμα είναι ανακλαστικό, δηλαδή ο δράστης είναι και το αντικείμενο της δράσης.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πληρέστερη εικόνα της λέξης "medirse" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.