Ρήμα.
/m̪eðiˈtaɾ/
Η λέξη "meditar" σημαίνει να σκέφτεται κανείς προσεκτικά ή να εστιάζει το μυαλό σε κάποιο θέμα. Σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε δραστηριότητες διαλογισμού που περιλαμβάνουν την εστίαση στην αναπνοή ή σε συγκεκριμένες σκέψεις για να επιτευχθεί ψυχική ηρεμία ή πνευματική κατανόηση. Η λέξη είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια τάση να εμφανίζεται περισσότερο σε πνευματικά ή ψυχολογικά συμφραζόμενα.
Es importante meditar todos los días para mantener la calma.
Είναι σημαντικό να διαλογίζεται κανείς κάθε μέρα για να διατηρεί την ηρεμία.
Ella prefiere meditar en la mañana antes de empezar su día.
Αυτή προτιμά να διαλογίζεται το πρωί πριν ξεκινήσει τη μέρα της.
Meditar me ayuda a concentrarme mejor en mis tareas.
Ο διαλογισμός με βοηθά να συγκεντρώνομαι καλύτερα στις εργασίες μου.
Η λέξη "meditar" ανήκει και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Meditar sobre la vida
Διαλογίζομαι για τη ζωή
Εννοεί την ανάλυση ή την σκέψη για την ύπαρξη και τις προσδοκίες στη ζωή.
Meditar en silencio
Διαλογίζομαι σε σιωπή
Αναφέρεται στο διαλογισμό χωρίς εξωτερικούς θορύβους, επιτρέποντας την εσωτερική σκέψη.
Meditar profundamente
Διαλογίζομαι βαθιά
Έννοια του να ασχολείται κανείς με βαθύτερες σκέψεις και αναστοχασμούς.
Meditar antes de tomar una decisión
Διαλογίζομαι πριν πάρω μια απόφαση
Σημαίνει να σκεφτεί κανείς προσεκτικά πριν πάρει μια σημαντική απόφαση.
Meditar es liberarse del estrés
Ο διαλογισμός είναι απελευθέρωση από το άγχος
Δείχνει τη θετική πλευρά του διαλογισμού ως μέσο για να ξεφύγει κανείς από την πίεση.
Η λέξη "meditar" προέρχεται από το λατινικό "meditari" που σημαίνει "σκεφτόμαστε", και συνδέεται με έννοιες όπως η αναστολή και η εμβάθυνση στη σκέψη.
Συνώνυμα: - Reflexionar (αναλογίζομαι) - Contemplar (σκοπιάζω)
Αντώνυμα: - Desatender (αγνοώ) - Distractar (αποσπώ την προσοχή)