Το "medrar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [meˈðɾaɾ]
Η λέξη "medrar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την ανάπτυξη ή την πρόοδο κάποιου, συνήθως σε οικονομικό ή κοινωνικό επίπεδο. Αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο, η χρήση της τείνει να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα ή σε πιο επίσημα συμφραζόμενα.
Είναι σημαντικό να αναπτύσσεσαι στη επαγγελματική ζωή.
La compañía ha empezado a medrar gracias a sus nuevas estrategias.
Η εταιρεία έχει αρχίσει να ευημερεί χάρη στις νέες στρατηγικές της.
Si trabajas duro, seguramente medrarás.
Η λέξη "medrar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της ανάπτυξης και προόδου μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις.
(Ελπίζω να συνεχίσεις να προοδεύεις γρήγορα.)
Medrar como la espuma.
(Αυτή η επιχείρηση αναπτύσσεται γρήγορα όπως αφρός.)
Medrar en la vida no es fácil.
Η λέξη "medrar" προέρχεται από το λατινικό "medrare", που σημαίνει «να μεγαλώνω» ή «να αυξάνομαι».
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια εκτενή εικόνα για τη λέξη "medrar", τις χρήσεις της και την πολιτισμική της σημασία στην ισπανική γλώσσα.