mejilla: ουσιαστικό θηλυκό.
/meˈxi.ʝa/
Η λέξη mejilla αναφέρεται στο τμήμα του προσώπου που βρίσκεται μεταξύ του μετώπου και της γνάθου, συνήθως το πλάγιο μέρος του προσώπου. Χρησιμοποιείται στα Ισπανικά και θεωρείται συνηθισμένη λέξη, που χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο. Όμως, συναντάται περισσότερο σε καθημερινές συνομιλίες και λιγότερο σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα.
Su mejilla está sonrojada por el frío.
(Το μάγουλό της είναι κοκκινισμένο από το κρύο.)
El médico examinó la mejilla del paciente.
(Ο γιατρός εξέτασε το μάγουλο του ασθενούς.)
Cuando sonríe, se le marcan las mejillas.
(Όταν γελάει, του φανερώνονται τα μάγουλα.)
Η λέξη mejilla χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, κυρίως για να περιγράψει συναισθήματα ή φυσικές καταστάσεις.
Πρόταση: Cuando alguien te lastima, es mejor dar una mejilla y perdonar.
(Όταν κάποιος σε πληγώνει, είναι καλύτερα να δώσεις ένα μάγουλο και να συγχωρέσεις.)
"Mejilla de la suerte" (Μάγουλο της τύχης) αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που φέρνει καλή τύχη.
Πρόταση: Siempre que lo toco, tengo suerte; es mi mejilla de la suerte.
(Όποτε το αγγίζω, έχω τύχη; είναι το μάγουλο της τύχης μου.)
"Apretar las mejillas" (Να σφίγγεις τα μάγουλα) σημαίνει να είσαι προσεκτικός ή να κρατάς κάτι που είναι πολύτιμο.
Η λέξη mejilla προέρχεται από το αραβικό majilā, που σημαίνει "μάγουλο". Η γλώσσα του αραβικού επιρρεάζει σημαντικά τα ισπανικά, ιδιαίτερα λόγω της μακράς παρουσίας των Αράβων στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Συνώνυμα: - Carita (πρόσωπο, αλλά σε πιο γενικό πλαίσιο)
Αντώνυμα: - Πληροφορίες για άμεσο αντώνυμο δεν υπάρχουν, καθώς το "μάγουλο" αναφέρεται σε συγκεκριμένη ανατομική περιοχή.
Η λέξη mejilla είναι μια κοινή και χρήσιμη λέξη στη καθημερινή γλώσσα των Ισπανών, χρήσιμη επίσης και σε ιατρικά συμφραζόμενα. Αξιοσημείωτες είναι οι ιδιωματικές της χρήσεις που επικεντρώνονται σε συναισθηματικές καταστάσεις και σχέσεις μεταξύ ανθρώπων.