Η λέξη "mejor" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την καλύτερη ποιότητα ή κατάσταση σε σύγκριση με κάτι άλλο. Είναι πολύ συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνά παρούσα στην προφορική γλώσσα.
Español: Este libro es mejor que el otro.
Ελληνικά: Αυτό το βιβλίο είναι καλύτερο από το άλλο.
Español: Tienes que estudiar mejor para los exámenes.
Ελληνικά: Πρέπει να μελετήσεις καλύτερα για τις εξετάσεις.
Η λέξη "mejor" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Español: Más vale tarde que nunca, pero mejor temprano que tarde.
Ελληνικά: Καλύτερα αργά παρά ποτέ, αλλά καλύτερα νωρίς παρά αργά.
Español: El que mucho abarca, poco aprieta; es mejor concentrarse en lo importante.
Ελληνικά: Αυτός που επεκτείνεται πολύ, πιέζει λίγο; Είναι καλύτερα να συγκεντρώνεσαι στο σημαντικό.
Español: Cada uno tiene su forma de hacer las cosas, pero siempre hay una manera mejor.
Ελληνικά: Ο καθένας έχει τον τρόπο του να κάνει τα πράγματα, αλλά πάντα υπάρχει ένας καλύτερος τρόπος.
Η λέξη "mejor" προέρχεται από το λατινικό "melior", που σημαίνει "καλύτερος".