Το "mejoramiento" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /mexoɾaˈmjento/.
Η λέξη "mejoramiento" αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της βελτίωσης κάποιου πράγματος ή κατάστασης. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των επιχειρήσεων και της εκπαίδευσης, καθώς και σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και προφορικά.
Η βελτίωση της ποιότητας ζωής είναι προτεραιότητα για την κυβέρνηση.
Estamos trabajando en el mejoramiento de nuestros servicios al cliente.
Η λέξη "mejoramiento" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και πλαίσια, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε προγράμματα ή στρατηγικές βελτίωσης.
Η συνεχής βελτίωση είναι θεμελιώδης στη διαχείριση έργων.
El mejoramiento de habilidades es esencial para el crecimiento profesional.
Η βελτίωση των δεξιοτήτων είναι απαραίτητη για την επαγγελματική ανάπτυξη.
Existen programas de mejoramiento de la infraestructura en las ciudades.
Η λέξη "mejoramiento" προέρχεται από το ρήμα "mejorar", που σημαίνει «βελτιώνω», συν το κατάληξη "-miento", η οποία δηλώνει την πράξη ή την κατάσταση που προκύπτει από το ρήμα.
perfeccionamiento (τελειοποίηση)
Αντώνυμα: