Η λέξη "mejorar" είναι ρήμα.
Η διεθνής φωνητική αλφάβητος (IPA) για τη λέξη "mejorar" είναι [me.xoˈɾaɾ].
Η λέξη "mejorar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "βελτιώνω" ή "αυξάνω".
Η λέξη "mejorar" σημαίνει να κάνεις κάτι καλύτερο ή να αυξήσεις την ποιότητα κάποιου. Συνήθως χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η εκπαίδευση, η εργασία και οι σχέσεις. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά επίσης ενδέχεται να εμφανίζεται σε γραπτές αναφορές.
Es importante mejorar la calidad del servicio.
(Είναι σημαντικό να βελτιώσουμε την ποιότητα της υπηρεσίας.)
Siempre buscamos maneras de mejorar nuestra eficiencia.
(Πάντα αναζητούμε τρόπους να βελτιώσουμε την αποδοτικότητα μας.)
El entrenamiento ayuda a mejorar las habilidades físicas.
(Η προπόνηση βοηθά στο να βελτιωθούν οι φυσικές ικανότητες.)
Η λέξη "mejorar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι οι εξής:
Es necesario mejorar las cosas en nuestra comunidad.
(Είναι αναγκαίο να βελτιώσουμε τα πράγματα στην κοινότητά μας.)
Mejorar la salud
Βελτιώνω την υγεία
Dieta y ejercicio son claves para mejorar la salud.
(Η διατροφή και η άσκηση είναι τα κλειδιά για να βελτιώσει κανείς την υγεία του.)
Mejorar la situación
Βελτιώνω την κατάσταση
Η λέξη "mejorar" προέρχεται από το ισπανικό επίθετο "mejor", που σημαίνει "καλύτερος". Το "mejorar" συνεπάγεται την ενέργεια της μετάβασης σε καλύτερη κατάσταση.
Συνώνυμα:
- Blevit (βελτιώνω)
- Perfeccionar (τελειοποιώ)
- Optimizar (βελτιστοποιώ)
Αντώνυμα:
- Empeorar (χειροτερεύω)
- Deteriorar (καταστρέφω)
- Degenerar (παρακμάζω)
Αυτή η ανάλυση της λέξης "mejorar" αναδεικνύει τη σημασία και την ευρεία χρήση της στα ισπανικά, καθώς και τις ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με αυτήν.