«Mella» είναι ουσιαστικό γυναίκας.
/ˈme.ʎa/
Η λέξη «mella» αναφέρεται σε μια μικρή χαραγή ή ρωγμή, που μπορεί να υπάρχει σε διάφορα υλικά ή επιφάνειες. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία για να περιγράψει βλάβες ή εξαίρεση σε κάτι.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά κοινή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι μορφές γραπτής επικοινωνίας μπορεί να περιλαμβάνουν περισσότερη τεχνική ορολογία.
Το τραπέζι έχει μια χαραγή στην γωνία.
La taza se cayó y tiene una mella en el borde.
Η λέξη «mella» δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που την περιλαμβάνουν.
Να προκαλέσει ένα πλήγμα στη φήμη του.
Dejar una mella en el corazón.
Να αφήσει ένα σημάδι στην καρδιά.
Su comportamiento hizo una mella en nuestras relaciones.
Η λέξη «mella» προέρχεται από το λατινικό «mella», που σημαίνει μικρή τρύπα ή ρωγμή.
Συνώνυμα: - R roce - Marca - Defecto
Αντώνυμα: - Integridad - Perfección - Completud