Η λέξη "membrana" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/membrana/
Η λέξη "membrana" αναφέρεται σε μια λεπτή, συνήθως ελαστική επιφάνεια ή στρώμα, που μπορεί να προέρχεται από βιολογικά ή ανόργανα υλικά. Στους τομείς της ιατρικής και της ανατομίας, η μεμβράνη μπορεί να αναφέρεται σε στρώματα που περιβάλλουν κύτταρα ή όργανα. Στη βιολογία, οι κυτταρικές μεμβράνες είναι κρίσιμες για την προστασία και τη λειτουργία των κυττάρων. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
La membrana celular es esencial para la vida.
(Η κυτταρική μεμβράνη είναι ουσιαστική για τη ζωή.)
Hay una membrana que separa los dos compartimientos.
(Υπάρχει μια μεμβράνη που χωρίζει τους δύο θάλαμους.)
Η λέξη "membrana" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με στατιστικά ή έννοιες στον τομέα των φυσικών επιστημών.
La membrana de separación es vital para el funcionamiento del sistema.
(Η μεμβράνη διαχωρισμού είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του συστήματος.)
Este tipo de membrana permite el paso de iones.
(Αυτός ο τύπος μεμβράνης επιτρέπει τη διέλευση ιόντων.)
Η λέξη "membrana" προέρχεται από το λατινικό "membrana", το οποίο σημαίνει "πολύ λεπτό δέρμα" ή "κάλυμμα".